εὐάγκεια

εὐάγκεια
εὐ-άγκεια, , schöne Talgegend, schöne Täler

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαγκής — εὐαγκής (και ποιητ. τ. τού θηλ. εὐάγκεια), ές (Α) αυτός που έχει ωραίες κοιλάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγκής (< άγκος «κοιλάδα»), πρβλ. βαθυ αγκής] …   Dictionary of Greek

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”